-
1 Wreckage
subs.Ruins in general: V. ἐρείπια, τά, ναυάγια, τά.Wreckage of the ship: V. ναὸς ἔκβολα, τά Eur., Hel. 422).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wreckage
См. также в других словарях:
έκβολος — ἔκβολος, ον (Α) 1. αυτός που ρίχτηκε έξω ή μακριά, ο απόβλητος 2. μάταιος, ανίσχυρος, άχρηστος 3. ξεχωρισμένος 4. διωγμένος 5. το ουδ. ως ουσ. το ἔκβολον α) απόρριμμα, απόβλημα β) στον πληθ. «ναὸς ἔκβολα» τα λείψανα ναυαγισμένου πλοίου που… … Dictionary of Greek